ζωναίος

ζωναίος
ζωναῑος, -α, -ον (Μ) [ζώνη]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ουράνια ζώνη ή στους ζωναίους, αυτός που διαμένει σε μια από τις περιοχές τού ουρανού, όπως τόν διαιρούσαν οι αποκρυφιστές με παράλληλους κύκλους
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ζωναῑοι
υποτιθέμενη από τους αποκρυφιστές τάξη θείων όντων, στοιχείων που προΐστανται στην ουράνια ζώνη
3. φρ. «ζωναῑος κόσμος» — ο κόσμος στον οποίο προΐστανται οι ζωναῑοι.
επίρρ...
ζωναίως (Μ)
κατά τον τρόπο, κατά την ενέργεια τών ζωναίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”